- πρωτομάγισσα
- η, Νμάγισσα που ξεχωρίζει από όλες τις άλλες μάγισσες ως προς τις ικανότητές της.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονιάζω — 1. (για άγρια ζώα, και ιδίως, για λύκους) [μονιά] μένω στη φωλιά μου («όταν ξέσπασε η καταιγίδα όλα τα ζώα μόνιασαν στις φωλιές τους») 2. παραμένω σε κρησφύγετο, παραμονεύω («ο λύκος μονιάζει πίσω από τα φυλλώματα περιμένοντας το θύμα του») 3.… … Dictionary of Greek